- κόππα
- Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του κάππα (Κ), μέχρι την αντικατάσταση αυτού του αλφάβητου από το λεγόμενο σαμιακοαθηναϊκό. Το κάππα συνόδευε τα σκληρά φωνήεντα α και ε και το κ. τα μαλακότερα ο και υ καθώς και τα ανάλογα σύμφωνα. Το κ. απαντά συχνά σε αρχαϊκές επιγραφές, ωστόσο φαίνεται ότι στην αττική διάλεκτο το χρησιμοποιούσαν μόνο πριν από το ο και όχι πριν από το υ. Σταδιακά, από το 525 π.Χ., με τη γενίκευση του σαμιακοαθηναϊκού αλφάβητου, το κ. περιέπεσε σε αχρηστία και διατηρήθηκε μόνο ως γράμμα στα νομίσματα της Κορίνθου και των αποικιών των Συρακουσών και του Κρότωνα. Στα μεταγενέστερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αριθμητικό και όριζε τον αριθμό 90. Παλαιότερα φαίνεται ότι η χρήση του κ. ήταν πολύ κοινή, αφού υπήρχε και η έκφραση «ουδέ κόππα γιγνώσκων», η οποία χαρακτήριζε τον αγράμματο ή τον ανόητο άνθρωπο.
* * *το (Α κόππα)γράμμα τών πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ τού π και τού ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ και διασώθηκε μόνο σε επιγραφές, πάντοτε πριν από O ή Υ, (π.χ. όρινθος)αρχ.1. παροιμ. «οὐδὲ κόππα γιγνώσκων» — λεγόταν για εντελώς αδαή άνθρωπο2. πάπ. ως αριθμητικό σύμβολο παρίστανε τον αριθμό 90 και ήταν αντίστοιχο με το εβραϊκό koph.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, βλ. εγκυκλ. λ. κάππα].
Dictionary of Greek. 2013.